Παράλληλη Αναζήτηση
Αναζήτηση για: "%άω"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσαλαπάτησε (1) [τσαλαπατάω - V:J3s:Z2s, τσαλαπατώ - V:J3s:Z2s]
-
P6017 P020 L061 …ο πλήθος κουνήθηκε κι ο καθένας τσαλαπάτησε το διπλανό του. Πίσω από τους κ…